- φιλόχρυσος
- -ον, Ααυτός που αγαπά υπερβολικά τον χρυσό.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + χρυσός (πρβλ. πολύ-χρυσος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλόχρυσος — φιλόχρῡσος , φιλόχρυσος fond of gold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρυσώ — έω, Μ [φιλόχρυσος] είμαι φιλόχρυσος* … Dictionary of Greek
φιλόχρυσον — φιλόχρῡσον , φιλόχρυσος fond of gold masc/fem acc sg φιλόχρῡσον , φιλόχρυσος fond of gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρυσία — ἡ, Α [φιλόχρυσος] υπέρμετρη αγάπη για τον χρυσό … Dictionary of Greek
ՈՍԿԵՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 2 0520 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c, 13c ա. φιλόχρυσος auri amans, vel cupidus. Սիրօղ ոսկւոյ. ոսկեմոլ. *Զոսկէսէրն՝ որ բազում դահեկանս ունիցի, մի դահեկան թէ կորնչիցի՝ կարէ տրտմեցուցանել վասն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
φιλοχρυσότατος — φιλοχρῡσότατος , φιλόχρυσος fond of gold masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρύσοις — φιλοχρύ̱σοις , φιλόχρυσος fond of gold masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρύσοισι — φιλοχρύ̱σοισι , φιλόχρυσος fond of gold masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρύσοισιν — φιλοχρύ̱σοισιν , φιλόχρυσος fond of gold masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρύσους — φιλοχρύ̱σους , φιλόχρυσος fond of gold masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)